|
Φωτογραφικοί προβληματισμοί για αρχάριους και προχωρημένους |
|
Εργαλεία Θεμάτων | Τρόποι εμφάνισης |
#1
|
|||
|
|||
Πως γυρίστηκαν ...
Πως γυρίστηκαν τέσσερις γνωστές υποβρύχιες υπερπαραγωγές.
Kάποτε, η μέθεξη στη γνώση των φυσικών στοιχείων ήταν ένα εγχείρημα που αποτολμούσαν μόνον οι φιλόσοφοι και οι λογοτέχνες. 'Ένας κοινός θνητός που αγαπούσε τον ουρανό, τη γη ή τη θάλασσα, όντας από σωματικής πλευράς πεπερασμένος -γιατί ο άνθρωπος δεν είναι προικισμένος με φτερά ή βράγχια- , μπορούσε να γνωρίσει τα σπλάχνα της γης, τους αιθέρες και τα απύθμενα βάθη των ωκεανών, μόνο μέσα από τη φαντασία του ή μέσα από τη δημιουργικότητα κάποιων άλλων ανθρώπων που έγραφαν τις φαντασιώσεις τους στο χαρτί σαν να τις ζούσαν πραγματικά. Η λογοτεχνία, από την ελληνική μυθολογία και τον Ηρόδοτο ως τον Ιούλιο Βερν και τον Τζόναθαν Σουίφτ, φάνηκε να δίνει κάποια διέξοδο στον καταπιεσμένο πόθο του ανθρώπου να γνωρίσει άλλους κόσμους, μπλέκοντας πολλές φορές το φανταστικό με το μεταφυσικό και το αληθοφανές. Αλλά πάντα τα όρια ήταν εκεί: οι λέξεις έφραζαν το δρόμο του μυαλού, έκαναν το γέννημά του να φαντάζει ζωντανό, χωρίς να είναι. Οι φωνές των γραμμάτων δεν μπορούσαν να γίνουν οι ίδιες εικόνα. 'Έλειπε η μαγεία των δύο διαστάσεων για να γίνει το όνειρο πραγματικότητα. Κάποια στιγμή, όμως, το όνειρο έγινε αληθινό. πήρε σάρκα και οστά. Το φράγμα του λόγου έσπασε και ήρθε η κινούμενη εικόνα να δώσει πνοή στα οράματα των τολμηρών. Στην αρχή, όλα ξεκίνησαν δειλά δειλά, λες και οι πρώτοι κινηματογραφιστές φοβούνταν να ταράξουν την ηρεμία του υγρού στοιχείου: ο Σεβάχ ο θαλασσινός έδινε τις μάχες του με τα κύματα μέσα στα στούντιο της Universal, ο Τιτανικός βυθιζόταν μέσα σε μια μακέτα που χωρούσε σ' ένα τραπέζι, και ιαπωνικά υποβρύχια βύθιζαν τον αμερικανικό στόλο μέσα σε ένα ενυδρείο ! Το αυθεντικό υπήρχε, βέβαια, αλλά φορούσε τη χλαμύδα του μιούζικαλ, του σόου ή της περιπέτειας: η Esther Williams και τα κορίτσια της εφηύραν τη συγχρονική κολύμβηση σαράντα χρόνια πριν από εμάς και ο Johnny Weissmueller- ο αειθαλής Ταρζαν - έσπαγε τα ρεκόρ στα εκατό μέτρα ελεύθερο , σε μια εποχή που οι κολυμβητές πολεμούσαν με το χρονόμετρο μέσα σε πισίνες με αλμυρό νερό. Ο δρόμος για το θαλασσινό παραμύθι ήταν σπαρμένος με λαμέ μαγιό, πούλιες, αστραφτερά σκουφάκια, χολιγουντιανές γοργόνες, λιοντάρια, τσίτες, Τζέιν και Ταρζάν. Το σελουλόιντ ήταν εκεί για να ψυχαγωγεί, όχι για να δείχνει το μονοπάτι προς την κατάκτηση μιας άλλης, υγρής διάστασης. Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από ογδόντα σχεδόν χρόνια για να βρει η εφεύρεση των αδελφών Lumiere την εφαρμογή της, στην κατανόηση και τη γνώση της φύσης. 'Έγιναν ντοκιμαντέρ, ήρθε ο Jacques-Yves Cousteau, το National Geographic, o Jean-Jacques Annaud, o Luc Besson και ξαφνικά βρεθήκαμε όλοι αντιμέτωποι με την άβυσσο. Ενας ολόκληρος κόσμος που ούτε φανταζόμασταν ότι υπάρχει, ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια μας, αφήνοντάς μας έκθαμβους … Άρχισαν τότε να κάνουν την εμφάνισή τους και οι πρώτες οικολογικές ανησυχίες. οι ταινίες με συναφές περιεχόμενο έκοβαν πολλά εισιτήρια κι ο κόσμος ήταν ευχαριστημένος, γιατί, διεισδύοντας στο άγνωστο, μεταμορφωνόταν σε δύτη, εξερευνητή, σε λαμπρό μαχητή της μεγάλης οθόνης και ξέφευγε για λίγο από το αστικό του πρότυπο. Λίγο ακόμη και θα νόμιζε ότι είχε λέπια και πτερύγια. Αλλά δεν ήταν έτσι. Οι σύγχρονοι παραμυθάδες κατέχουν την τέχνη να πλάθουν καλοστημένες ανθρωποκεντρικές ιστορίες, μέσα από την ασημένια μεγάλη οθόνη. Εμείς, όμως, ξέρουμε άραγε να τις ζούμε με όλες μας τις αισθήσεις, να γινόμαστε ένα με το νερό, να το νιώθουμε να κυλά στην ψυχή μας, σαν υπέρτατη σπονδή σ' έναν άλλο Ποσειδώνα; Ας επιχειρήσουμε ένα οδοιπορικό σε κάποιες σύγχρονες κινηματογραφικές υπερπαραγωγές που άφησαν ιστορία και μας δίδαξαν την αγάπη για το Απέραντο Γαλάζιο που κρύβει μέσα στην 'Αβυσσό του, τη χαμένη Ατλαντίδα και έναν Υδάτινο Κόσμο… ΤΟ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ - THE BIG BLUE Μια ταινία-σταθμός για την ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου το "Απέραντο Γαλάζιο", έκοψε μόνο στο Παρίσι, 1.500.000 εισιτήρια. Μέσα από το φιλμ αυτό, οι θεατές ανακάλυψαν ότι υπάρχουν ακόμη μυστηριώδεις γωνιές του πλανήτη μας που παραμένουν ανεξιχνίαστες. σημεία της Γης, όπου η αίσθηση του χρόνου και της απόστασης εξανεμίζονται, καθώς το ανθρώπινο σώμα ξεπερνά τα φυσικά του όρια και γίνεται ένα με τη θάλασσα. Ο βυθός εκεί που κυριαρχεί το απέραντο γαλάζιο, είναι το μόνο μέρος που κάνει τον Jacques Mayol, τον ήρωα της ταινίας, να αισθάνεται φιλόξενα. Η ταινία, μοναδική στο είδος της, συνδυάζει την περιπέτεια και την δράση, με τον έρωτα και την μαγεια της φυσης. Κοστισε 64 εκατομμυρια φράγκα και η γαλλική κυβέρνηση χρηματοδότησε την παραγωγή της με 10 εκατομμύρια φράγκα. Η ταινία γυρίστηκε στα καταγάλανα νησιά των Κυκλάδων, την Σικελία, την Κορσική, την Γαλλική Ριβιέρα, τις Μπαχάμες, το Περού, και τις Άλπεις. Το σενάριο της ταινίας στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα και περιγράφει την ζωή δυο διάσημων δυτών της ελεύθερης κατάδυσης που έσπασαν πολλές φορές το παγκόσμιο ρεκόρ βάθους. Τους δύο σύγχρονους "Ποσειδώνες" ενώνει μια μοναδική φιλία και το αστείρευτο πάθος για τη θάλασσα. Το "Απέραντο Γαλάζιο" είναι μια ωδή στο μακρινό πέλαγος, στα απροσμέτρητα βάθη της θάλασσας, εκεί όπου δεν υπάρχουν όρια, εκεί όπου όλα σβήνουν μπροστά στην απεραντοσύνη του βυθού... Είναι μια επιστροφή στη φύση, στην πιο αρχέγονη μορφή της: το υγρό στοιχείο. Πίσω από την ιστορία που διηγείται το σενάριο, κρύβονται τα προσωπικά βιώματα του Γάλλου σκηνοθέτη, Luc Besson. Αναμνήσεις και εικόνες από τα παιδικά του χρόνια, όταν ανακάλυπτε τους πρώτους και παντοτινούς έρωτες της ζωής του: την γαλάζια θάλασσα και τα δελφίνια... Ο Luc Besson πέρασε πολλά καλοκαίρια μικρός στην Ελλάδα. Η μητέρα του εργάστηκε στα ελληνικά νησιά ως εκπαιδεύτρια αυτοδυτών το 1965, ενώ ο Luc γνώριζε τους βυθούς μαζί με τον πατέρα του ψαρεύοντας σε παρθένα νερά. Στα δεκαπέντε του χρόνια, ο Besson ήταν κιόλας εκπαιδευτής αυτοδυτών δεν έκρυβε όμως και την αγάπη του για την άπνοια που αποτέλεσε μερικά χρόνια αργότερα και τον κεντρικό άξονα της ταινίας του. Αξίζει να σημειωθέι ότι ο πρωταγωνιστής της ταινίας Jean-Marc barr μέχρι τη στιγμή που του ζητήθηκε να παίξει το ρόλο του Jacques Mayol δεν είχε καταδυθεί ξανά στη ζωή του. Οπως λέει και ο ίδιος «Αν και λατρεύω τη θάλασσα ήταν πολύ μικρό το χρονικό διάστημα που είχα για να προσαρμοστώ στις ανάγκες του ρόλου. Αυτό που κατάλαβα από την πρώτη στιγμή ήταν ότι οι υποβρύχιες έρευνες δεν ήταν κάτι εύκολο. Δεν θα είχα τη δυνατότητα συνεχούς επιτήρησης. Επρεπε να είμαι αυτάρκης γιατί αν έκανα οποιοδηποτε λάθος θα κατέστρεφα και την ταινία.» Ευτυχώς, αυτό ήταν κάτι που ξεπεράστηκε εύκολα, αφού σε λίγο καιρό με την κατάληλη εκπαίδευση ο Jean-Marc είχε αποκτήσει εκπληκτική υδροβιότητα. Δυστυχώς όμως οι δυσκολίες δεν σταμάτησαν εκεί. Τα εξωτερικά γυρίσματα της ταινίας ανά τον κόσμο ήταν ιδιαίτερα απαιτητικά και ο καιρός δεν ήταν με το μέρος των παραγωγών!.. Στη Ριβιέρα, Μαίο μήνα, το νερό ήταν λασπώδες λόγω των ξαφνικών καταιγίδων. Στους Παρθένους Νήσους, τα απαραίτητα για τα γυρίσματα δελφίνια είχαν εξαφανιστεί! Το κινηματογραφικό συνεργείο αναγκάστηκε να τα «κυνηγήσει» μέχρι τις Μπαχάμες. Στην Κορσική το νερό ήταν σχεδόν παγωμένο. Στην Ελλάδα, οι άνεμοι ήταν τόσο δυνατοί, που υπήρχε απαγορευτικό απόπλου. Στο Περου, το οξυγόνο ήταν λιγοστό και στις Αλπεις η λίμνη δεν ήταν αρκετά βαθιά. Δεν ήταν όμως μονο οι ηθοποιοί που χρειάζονταν την προσοχή του σκηνοθέτη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ήταν και οι υδρόβιοι πρωταγωνιστές, τα δελφίνια. Εχοντας αποτύχει μία φορά να εντοπίσει τα δελφίνια στους Παρθένους Νήσους, το κινηματογραφικό συνεργείο για υποβρύχιες λήψεις, βρέθηκε ακολουθώντας τα στις Μπαχάμες. Και εκεί ομως έχασαν τα δελφίνια, λόγω μιας ξαφνικής μπόρας. Ευτυχώς τη δεύτερη μέρα, εμφανίστηκε μία ομάδα από 20 δελφίνια, τα οποία επέτρεψαν στον σκηνοθέτη να κινηματογραφήσει τα υποβρύχια παιχνίδια τους για 30 λεπτά. Ο Besson ήταν κατενθουσιασμένος μέχρι τη στιγμή που διαπίστωσε ότι είχαν ξεχάσει να θέσουν σε λειτουργία τις κάμερες !.. Ανάμεσα στους Τεχνικούς επικρατούσε σιγή ιχθύος, οταν ξαφνικά εμφανίστηκαν και πάλι τα δελφίνια , σαν να ήθελαν να τους δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία. Παρά τις αντίξοες συνθήκες όμως και τα απρόοπτα , η ταινία τελικά ολοκληρώθηκε και το αποτέλεσμα έδειξε ότι πραγματικά άξιζε η ταλαιπωρία. Το «Απέραντο Γαλάζιο», είναι μια ταινία ύμνος στη θάλασσα και την πρωτόγνωρη αλλά γαλήνια ομορφιά που συναντά κανείς κάτω από την επιφάνειά της. ΑΤΛΑΝΤΙΣ - ATLANTIS Για άλλη μία φορά, ο σκηνοθέτης Luc Besson εκφράζει το πάθος του για τη θάλασσα, μέσα από την μεγάλη οθόνη. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, «το "Απέραντο Γαλάζιο" ήταν η ιστορία κάποιων ανθρώπων που βίωναν το υγρό στοιχείο μέσα από προσωπικές εμπειρίες. Η ταινία "Ατλαντίς" παρουσιάζει τη ζωή που θα ήθελαν να κάνουν οι άνθρωποι αυτοί, αν ήταν ψάρια». Ο αρχικός προϋπολογισμός της ταινίας έφθανε τα 22.000.000 φράγκα και τα γυρίσματα θα διαρκούσαν 1 χρόνο. Τελικά, όμως, το "Ατλαντίς" στοίχισε 45.000.000 φράγκα (1.4 δις δραχμές) και η διάρκεια των γυρισμάτων υπερέβη κατά πολύ το αρχικό χρονοδιάγραμμα. Για να ολοκληρωθεί η ταινία, χρειάστηκαν 2,5 χρόνια. Οι συντελεστές της υποχρεώθηκαν σε συνεχείς μετακινήσεις στα νησιά Γκαλαπάγκος, τις Μαλδίβες , τη Νέα Καληδονία, την Αυστραλία, το Βόρειο Πόλο και την Ταϊτή. Χρησιμοποιήθηκαν ειδικές κάμερες υποβρύχιας λήψης, παρόμοιες με αυτές που είχαν επιλεγεί για τα γυρίσματα του "Απέραντου Γαλάζιου". Οι κάμερες αυτές ζυγίζουν 80 κιλά στην ξηρά, αλλά στη θάλασσα παρουσιάζουν το πλεονέκτημα της ουδέτερης πλευστότητας. Η μουσική της ταινίας είναι του Eric Serra (του σύνθετη της μουσικής στο "Απέραντο Γαλάζιο"), που συνήθιζε να βλέπει τις διάφορες σκηνές της ταινίας, οι οποίες στη συνέχεια τον ενέπνεαν για τη σύνθεση της κατάλληλης μουσικής. Αναφερόμενος στις οικολογικές προεκτάσεις της ταινίας, ο Luc Besson είχε πει ότι την έκανε με σκοπό να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη απέναντι στα οικολογικά προβλήματα που απειλούν καθημερινά τον πλανήτη μας, με επίκεντρο τη ρύπανση των θαλασσών. Πρόκειται για ένα παραμυθένιο ταξίδι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, μόνο που δεν αρχίζει με το "μια φορά κι έναν καιρό", αλλά με τον ερωτικό χορό των δελφινιών. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η ανθρώπινη παρουσία, καθ'ολη την διάρκεια της ταινίας, είναι ουσιαστικά απούσα, καθώς ο λόγος δίνεται στα ψάρια και στα ζώα της θάλασσας. Ο μεγάλος λευκός καρχαρίας θα μείνει χαραγμένος στην μνήμη των θεατών, που δε θα ξεχάσουν την υπέροχη μουσική που συνοδεύει την ταινία, η οποία συναρπάζει το κοινό σε συνδυασμό με τη γρήγορη εναλλαγή πλάνων. Η διάρκεια του φιλμ είναι μόλις μια ώρα και δεκαεννέα λεπτά. ΑΒΥΣΣΟΣ-THE ABYSS Ο αμερικανός σκηνοθέτης James Cameron είναι ο δημιουργός της ταινίας "ΑΒΥΣΣΟΣ". Η παραγωγή της ταινίας έγινε από τους συνεργάτες εκείνους του Cameron που επιμελήθηκαν της παραγωγής του "ΤΕRΜΙΝΑΤΟR" και των "ALLIENS", έργο το οποίο τιμήθηκε και με Όσκαρ καλύτερων ειδικών εφέ. Σε αυτή την επική περιπέτεια, το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό στέλνει σε υποβρύχια αποστολή μια ομάδα δυτών, που ασχολείται με εξορύξεις πετρελαίου. Οι δύτες φεύγουν κάπως απρόθυμα για το ταξίδι τους με σκοπό να εντοπίσουν -από τον κώδωνα στον οποίο εργάζονται- και να διασώσουν ένα βυθισμένο πυρηνικό υποβρύχιο. Η αποστολή αυτή, ενώ μοιάζει με μια κοινή εξερεύνηση ρουτίνας, ξεπερνά τα όρια της απλής περιήγησης στο βυθό. Γίνεται ένα ταξίδι ανακαλύψεων που θέτει σε δοκιμασία τα όρια τις ανθρώπινης αντοχής και καταφέρνει να ενώσει με τα δεσμά του έρωτα δύο από τους δύτες που συμμετέχουν στην αποστολή. Ο Cameron, που είναι και ο σεναριογράφος της "Αβύσσου", εμπνεύστηκε την υπόθεση της ταινίας του, όταν επισκέφθηκε τους καταρράκτες του Νιαγάρα στα καναδοαμερικανικά σύνορα. Ο σκηνοθέτης διηγείται, μέσα από τη μεγάλη οθόνη, τη σύγχρονη οδύσσεια ενός δύτη που ζει πρωτόγνωρες εμπειρίες σε βάθος 2.000 ποδιών κάτω από τον Ατλαντικό ωκεανό και έρχεται αντιμέτωπος με υπερφυσικές δυνάμεις από μιαν άλλη διάσταση. Στο έργο, ο αρχηγός του πληρώματος του βαθυκώδωνα καλείται, μαζί με την ομάδα του, να συμμετάσχει σε μια αποστολή διάσωσης την οποία δεν πιστεύει ότι μπορούν να φέρουν εις πέρας τα μέλη του πληρώματός του, διότι δεν διαθέτουν ούτε τις απαραίτητες γνώσεις ούτε την εμπειρία. Ψάχνουν το USS MONTANA, ένα υποβρύχιο βαλλιστικών πυραύλων, το οποίο, μυστηριωδώς, ετέθη εκτός λειτουργίας, σε βάθος 2000 ποδιών. Έχοντας σοβαρές απώλειες ισχύος, το υποβρύχιο κατακάθισε στην άβυσσο του Ατλαντικού Ωκεανού. μόνη ελπίδα που έχει το ναυτικό για να φτάσει στο χτυπημένο υποβρύχιο είναι η ομάδα δυτών με τον βαθυκώδωνα. Η "'Άβυσσος" κινηματογραφήθηκε σε έναν μισοτελειωμένο πυρηνικό αντιδραστήρα έξω από την Νότια Καρολίνα. Στην περιοχή αυτή έχουν κατασκευασθεί δύο ειδικές δεξαμενές υποβρύχιας κινηματογράφησης. Η μία έχει χωρητικότητα 7.000.000 γαλονιών νερού και η άλλη 2.500.000 γαλόνια νερού, ενώ είναι εξοπλισμένες με ειδικά σχεδιασμένες τουρμπίνες. Και οι δυο δεξαμενές είναι θερμαινόμενες και το νερό τους φιλτράρεται. Η μεγαλύτερη δεξαμενή έχει διάμετρο 209 πόδια και βάθος 55 πόδια, ενώ η μικρότερη έχει διάμετρο 115 πόδια και βάθος 25 πόδια. Το 40% των πλάνων της ταινίας γυρίστηκαν υποβρυχίως μέσα σε αυτές τις δεξαμενές. Εμπνευσμένος από μια ομιλία που αναφέρονταν στα προβλήματα της αποσυμπίεσης βαθέων καταδύσεων, ο Cameron ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την υποβρύχια βιολογία, που τελικά τον οδήγησε να πάρει μαθήματα καταδύσεων και στην συνέχεια πτυχίο ερασιτέχνη αυτοδυτη. Στο σενάριό του, ο Cameron περιγράφει την άβυσσο σαν ένα τρομακτικό μέρος όπου το κρύο είναι ανυπόφορο, τα νερά σκοτεινά και η θαλάσσια ζωή είναι ελάχιστη έως ανύπαρκτη. Ο Cameron επέλεξε τον τίτλο "'Αβυσσος" για την ταινία του, γιατί δίνει κάποιες ψυχαναλυτικές προεκτάσεις στο σενάριό του. Πέρα από τα ανήλιαγα σκοτάδια του ωκεανού, οι δύτες έχουν να αντιμετωπίσουν την άβυσσο της ψυχής τους και να την υπερβούν… Οι συντελεστές της ταινίας δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του ανοικτού ωκεανού, (δηλ. ρεύματα, καρχαρίες, σκάφη υποστήριξης η κακή ορατότητα του νερού), αλλά την τεχνολογική πρόκληση της υποβρύχιας εγγραφής, η οποία διήρκησε δώδεκα εβδομάδες. Για το σκοπό αυτό, κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά ειδικές φωτιστικές πηγές (gma), σχεδιάστηκαν ειδικά κράνη για τους ηθοποιούς έτσι ώστε να διακρίνονται τα πρόσωπά τους, πολύπλοκα συστήματα ενδοεπικοινωνίας που να ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές του σεναρίου, καθώς και υποβρύχια οχήματα ROV με δυνατότητα κίνησης τόσο στο βυθό όσο και στην επιφάνεια του νερού. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ένα ειδικό κάλυμμα ύψους 215 ποδιών για να σκεπάσει την οροφή της δεξαμενής, το οποίο εμπόδιζε την διείσδυση του φωτός και τη δημιουργία αντανακλάσεων. Ο σχεδιαστής παραγωγής και η ομάδα του κατασκεύασαν το "ντιπκορ", τον πρωτότυπο υποβρύχιο κώδωνα που τοποθετήθηκε στην βάση της δεξαμενής. Ο κώδωνας αποτελείτο από 6 συναρμολογούμενα και πλήρη τμήματα ύψους 25 ποδιών και διαμέτρου 16 ποδιών, για την κατασκευή του οποίου χρειάστηκαν 8 μήνες. Πριν ξεκινήσει η παραγωγή της ταινίας, μάλιστα, όλη η ομάδα των ηθοποιών ολοκλήρωσε την βασική εκπαίδευση αυτοδυτών με επιτυχία. εκπαίδευση η οποία ήταν απαραίτητο να γίνει γιατί οι ηθοποιοί, κατά τη διάρκεια δεκάωρων και δωδεκάωρων γυρισμάτων, ήταν αναγκασμένοι να περνούν καθημερινά 3 ώρες κάτω από το νερό.. Επειδή τα γεγονότα στην ταινία "άβυσσος" λαμβάνουν χώρα σε ένα ακαθόριστο μελλοντικό σημείο η ομάδα παρουσιάζεται να διαθέτει εξοπλισμό προηγμένης τεχνολογίας. Μια από τις προκλήσεις που αντιμετώπισε η ομάδα της "αβύσσου" ήταν η ανάπτυξη ενός συστήματος επικοινωνίας, κατά τη διάρκεια των υποβρυχίων λήψεων. Το σύστημα επικοινωνίας που χρειάζονταν, θα έπρεπε να είναι σχεδιασμένο κατά τέτοιο τρόπον ώστε να καταγράφεται ο διάλογος των ηθοποιών και να επιτρέπει στο σκηνοθέτη να δίνει τις οδηγίες του στο συνεργείο του, στους ηθοποιούς και στο πλήρωμα υποστήριξης που βρισκόταν στην επιφάνεια. Εφευρέθηκε, λοιπόν, ένα νέο ακουστικό σύστημα για το οποίο χρησιμοποιήθηκαν ολόκληρα χιλιόμετρα καλωδίου, τόσο στην επιφάνεια, όσο και κάτω από αυτήν. Το ακουστικό αυτό σύστημα έδωσε τη δυνατότητα στον σκηνοθέτη να επικοινωνεί ανά πάσα στιγμή, με όλους τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς, ανεξάρτητα από τη θέση που βρίσκονταν. ΥΔΑΤΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ-WATERWORLD Ο Υδάτινος Κόσμος είναι η πρώτη υπερπαραγωγή που γυρίστηκε σχεδόν ολόκληρη σε ανοιχτή θάλασσα. Σε μια μελλοντική εποχή, οι άλλοτε αιώνιοι πάγοι των πολικών περιοχών έχουν λιώσει και η γη έχει καλυφθεί με νερό. Οι κάτοικοι αυτού του πλανήτη που κάποτε άκμαζε έχουν προσαρμοστεί στη ζωή σε αυτό τον νέο κόσμο και ονειρεύονται ένα μυθικό μέρος, την Dryland(Στεριά). O πολιτισμός όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, δεν υπάρχει πια. Ο μεγάλος κατακλυσμός έχει αφήσει την ανθρωπότητα έρμαιο των κυμάτων πάνω σε αλλόκοτα διαμορφωμένα νησιά κατασκευασμένα από τον άνθρωπο , τα οποία ονομάζονται Ατόλλες. Οι Ατόλλες απειλούνται καθημερινά από τους Σμόκερς {Smokers} συμμορίες πειρατών που κάνουν επιδρομές για πλιάτσικο και περιπλανιόνται στην μονότονη επιφάνεια του Υδάτινου Κόσμου. Για τους κατοίκους των Ατολλών, οι οποίοι υστερούν σε άτομα και όπλα , μόνο μία ελπίδα απομένει: ένα μοναχικός ήρωας γνωστός ως «The Mariner» (Ο Ναυτικός). Πολεμώντας τους Σμόκερς και τον αδίστακτο αρχηγό τους , τον Ντίκον, {Deacon} , ο Ναυτικός ξεκινά μαζί με μία όμορφη γυναίκα και ένα μυστηριώδες κορίτσι ένα ταξίδι πάνω στο ιστιοπλοϊκό του σκάφος, το πανύψηλο τριμαράν - πλοίο αποτελούμενο από τρία σκάφη με κοινό κατάστρωμα- αναζητώντας μια καινούρια αρχή. Αυτή είναι η γοητευτική πλοκή του «Υδάτινου Κόσμου» της πασίγνωστης ταινίας με πρωταγωνιστές τους Kevin Costner, Dennis Hopper, Jeanne Tripplehorn και Tina Majorino. Ο «Υδάτινος Κόσμος» μία ταινία σκηνοθετημένη από τον Kevin Reynolds είναι μία από τις πιο φιλόδοξες παραγωγές στην ιστορία του σινεμά. Είναι η πρώτη μεγάλη κινηματογραφική ταινία που γυρίστηκε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου πάνω στο νερό. Ποτέ πριν δεν έχουν κατασκευαστεί τόσο πρωτοποριακά σκηνικά που να αντέχουν στην κινηματογράφηση σε ανοιχτή θάλασσα. Σε μία εποχή που τα κομπιούτερ μπορούν να δημιουργήσουν τα πάντα, από διαστημόπλοια μέχρι δεινόσαυρους, ο «Υδάτινος Κόσμος» είναι μία άνευ προηγουμένου φυσική παραγωγή που συνδυάζει τα καλύτερα στοιχεία των Χολιγουντιανών ταινιών με την μοντέρνα Τεχνολογία. Ο«Υδάτινος Κόσμος» είναι μία παραγωγή των Charles Gordon, John Davis και Kevin Costner. Η κινηματογράφηση πάνω στο νερό είναι από τις πιο αποκαρδιωτικές προκλήσεις που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας κινηματογραφιστής. Το νερό είναι ευμετάβλητο. κινείται και αλλάζει κάθε λεπτό. Οι απαιτήσεις για σωστό φωτισμό είναι αναρίθμητες και και η αυτονόητη και συνεχής ανησυχία για τον καιρό κάνουν την τήρηση του προγράμματος παραγωγής στην καλύτερη περίπτωση εξαντλητική. Πριν τον «Υδάτινο Κόσμο» η κατασκευή πολυδιάστατων σκηνικών και η σχεδόν εξ’ ολοκλήρου κινηματογράφησή τους στο νερό θεωρείτο κάτι ανεφάρμοστο. Αλλά για τον σκηνοθέτη Reynolds τον ηθοποιό/παραγωγό Kevin Costner και τον παραγωγό Gordon αυτή ακριβώς ήταν και η πρόκληση. να καταφέρουν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει: να δημιουργήσουν ένα φουτουριστικό κόσμο κτισμένο εξ’ ολοκλήρου στο νερό. «Οταν φτιάχνεις ταινίες ψάχνεις πάντα για κάτι διαφορετικό», σύμφωνα με τον Gordonπου συνεχίζει « μου άρεσε το γεγονός ότι επρόκειτο για κάτι που δεν είχε κάνει κανείς , ποτέ. Είναι μία ταινία δράσης, μία περιπέτεια και ένα έπος-μυθιστόρημα». Για τον Kevin Costner αυτή η ταινία θα μείνει αξέχαστη όχι μόνο λόγω της πρωτοτυπίας της αλλά και γιατί πέρασε πολλές δοκιμασίες μέχρι την ολοκλήρωσή της. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής χρειάστηκε να κάνει πολλά επικίνδυνα ακροβατικά, όπως όταν βρέθηκε στον αέρα, στα 70 πόδια, στην άκρη του καταρτιού ενός πλοίου που έπλεε με μεγάλη ταχύτητα στην ανοιχτή θάλασσα , κατέβηκε 6 πατώματα πάνω σε ένα συρματόσχοινο μήκους 600 ποδιών ενώ προσπαθούσε να αποφύγει εκρήξεις, δούλεψε υποβρυχίως χωρίς καταδυτικό εξοπλισμό και βούτηξε από την κορυφή ενός γερανού κάνοντας ένα τολμηρό bungee jump. « Ο Kevin, έχει τη φυσική κατάσταση που απαιτείται από ένα τέτοιο ρόλο, όπου ο ηθοποιός εκτίθεται καθημερινά σε κάθε είδους δοκιμασία, είτε είναι τρέξιμο, άλματα, κολύμβηση, αναρρίχηση, κατάδυση ή ότι άλλο χρειαστεί. Έχουμε δουλέψει μαζί πολύ κατά το παρελθόν και έτσι ήξερα ότι ήταν κάτι που μπορούσε να κάνει», λέει ο Reynolds. Η κύρια φωτογράφηση για τον «Υδάτινο Κόσμο» άρχισε στις 27 Ιουνίου του 1994, έξω από την ακτή Κόνα της Χαβάη μετά από ενάμιση χρόνο εντατικής και θεμελιώδους προετοιμασίας. Μόλις άρχισε το γύρισμα ήταν προφανές ότι η ίδια η παραγωγή είχε γίνει ένα έπος. Ο «Υδάτινος Κόσμος» είχε φθάσει σε διαστάσεις και προοπτικές πάνω από τις αρχικές προσδοκίες όλων. Το πολύπλοκο της παραγωγής και οι προκλήσεις της αντιμετώπισης της απρόβλεπτης θάλασσας αποδεικνύονταν τεράστια προβλήματα. Κάτω από κανονικές συνθήκες, η διατήρηση οπτικής συνέχειας ανάμεσα στα πλάνα θα ήταν κάτι σχετικά εύκολο. Ο συνδυασμός για παράδειγμα της ποιότητας των πηγών φωτισμού, ή της όψης του νερού και του ουρανού, είναι σε γενικές γραμμές θέμα ρουτίνας σε μια κινηματογραφική παραγωγή. Στον «Υδάτινο Κόσμο» ωστόσο, αυτά τα άφθονα στοιχεία της φύσης μεταβάλλονταν, άλλαζαν συνεχώς και το συνταίριασμα των συνθηκών σε ουρανό και θάλασσα, απαιτούσε πρωτότυπες και χρονοβόρες λύσεις. Το άγχος για το κόστος αλλά και η προθεσμία ολοκλήρωσης των γυρισμάτων πίεζαν αρκετά τους παραγωγούς που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κάνουν πραγματικότητα το άνευ προηγουμένου κινηματογραφικό τους όραμα. Σε όλη την πορεία η ομάδα παραγωγής άνοιγε νέους δρόμους στους τομείς των οπτικών εφφέ, των σκηνικών, της γκαρνταρόμπας, της σκηνογραφίας και της κινηματογράφησης. Το μεγαλύτερο από τα εκπληκτικά σκηνικά του «Υδάτινου Κόσμου», η Ατόλλη, ήταν 400 μέτρα σε περιφέρεια και χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του περισσότεροι από 1000 τόνοι ατσάλι. Σύμφωνα με τον σκηνογράφο Dennis Gassner, η Ατόλλη, αντιπροσωπεύει « τη μεγαλύτερη πλωτή αρθρωτή κατασκευή στον κόσμο. Έπρεπε να δημιουργήσουμε την εικόνα μιας φουτουριστικής εποχής σε ένα κόσμο φτιαγμένο αποκλειστικά από νερό» εξηγεί ο Gassner. «Πως θα είναι τα πράγματα σε μερικούς αιώνες; Με βάση αυτό το σκεπτικό, άρχισε η ανάλυση. Ξέραμε ότι θα καταλήγαμε να χρησιμοποιήσουμε πλαστικό αφού τα ξύλινα προϊόντα, στις περισσότερες περιπτώσεις θα άρχιζαν πολύ γρήγορα να γκρεμίζονται. Έτσι κατά τον σχεδιασμό της πόλης , καταλάβαμε ότι θα έπρεπε να φτιάξουμε ένα είδος «ανακυκλωμένου» κόσμου. Θέλαμε να αξιοποιήσουμε όλα τα αντικείμενα που θα επέπλεαν στην επιφάνεια, όπως τα πλαστικά προϊόντα από όλους τους σκουπιδότοπους». Ο Gassner εξηγεί τη λογική που τους οδήγησε στο χτίσιμο μιας κανονικού μεγέθους πλωτής πολιτείας, παρά την προσπάθεια κατασκευής και κινηματογράφησης ενός σκηνικού - μινιατούρα. «Υπήρχε «ζωντανή» δράση σε πολλές σκηνές γι’ αυτό και δεν εξυπηρετούσε ένα σκηνικό-μινιατούρα», είπε. «Απλά δεν ήταν πρακτικό. Το μέγεθος ήταν πολύ μεγάλο για μία σκηνή. Έπρεπε να πλέει το σκάφος του πρωταγωνιστή μέσα από τις πύλες της πόλης, να μπαίνει μέσα, να σταθμεύει για ανεφοδιασμό και να μπορεί να γυρίζει πίσω. Επιπλέον ο Κevin Reynolds είχε σχεδιάσει αρκετές διαδοχικές μάχες που διαδραματίζονταν στην πόλη αυτή. Έτσι αφού δουλέψαμε με μακέτες και σκίτσα, τα δείξαμε στους παραγωγούς και αμέσως κατάλαβαν όλοι ότι αυτό που χρειαζόμασταν ήταν ένα πραγματικό σκηνικό». Και προσθέτει ο Gordon«Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν μας ενδιέφερε η ιδέα να χρησιμοποιήσουμε μινιατούρες. Απλά δεν μας πρόσφερε αυτό που χρειαζόμασταν - δηλαδή να γυρίσουμε μία ταινία με περιπέτεια και δράση σε ένα σκηνικό φυσικού μεγέθους». Τουλάχιστον 500 εργάτες δούλεψαν στην τροπική ζέστη, είτε πάνω στο συμπαγές σκηνικό της Ατόλλης είτε στα αμέτρητα σκάφη, σκηνικά και κοστούμια που συνθέτουν τον υπόλοιπο πλωτό πολιτισμό. Η εταιρεία παραγωγής προμηθεύτηκε το μεγαλύτερο ποσοστό ατσαλιού από την Χαβάη και ένα σημαντικό ποσοστό από την Καλιφόρνια, για να μπορέσει να χτίσει την Ατόλλη. Οι τοίχοι έφθασαν ένα μέσο ύψος σχεδόν 30 ποδιών με τέσσερα διαφορετικά επίπεδα εσωτερικά: το επίπεδο με τα παρατηρητήρια, το ψηλότερο επίπεδο με τις γέφυρες , το ενδιάμεσο επίπεδο με τις κατοικίες και το χαμηλότερο επίπεδο του νερού. Ορισμένα από τα αρχιτεκτονικά σημεία , όπως ο ανεμόμυλος στον πύργο του Γκρέγκορ-του εκκεντρικού εφευρέτη της ταινίας-, ξεπερνούσαν τα 50 πόδια. «Ήταν ένα ζωντανό έργο γλυπτικής. Ήταν λειτουργικό αλλά είχε και προσωπικότητα», σύμφωνα με τον Gassner. «Είχε εκατοντάδες χιλιάδες λίβρες ατσάλι, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να έχει και ένα απαλό ρομαντικό χαρακτήρα. Στο κάτω - κάτω έμεναν άνθρωποι εκεί. Θέλαμε να το κάνουμε να μοιάζει με κανονική πόλη - πλασμένη αποκλειστικά με ότι οι άνθρωποι είχαν καταφέρει να περισώσουν. Η Ατόλλη σίγουρα είχε μία ‘ανθρώπινη’ ποιότητα». Το έργο της δημιουργίας της Ατόλλης, θα ήταν μία πρόκληση ακόμα και στην ξηρά αλλά η κατασκευή της ήταν χίλιες φορές πιο δύσκολη αφού έπρεπε να επιπλέει και να κινείται σαν ένα σκάφος. Η Λοκχιντ επιστρατεύτηκε από την παραγωγή για να βοηθήσει στον σχεδιασμό και την κατασκευή της Ατόλλης. Μία από τις θυγατρικές της εταιρείες στη Χονολουλού κατασκεύασε φορτηγίδες πάνω στις οποίες επέπλεε η Ατόλλη και τις έστειλε στο λιμάνι kawaihae στο μεγάλο νησί της Χαβάη, όπου γυρίστηκε το μεγαλύτερο τμήμα της ταινίας. Η τοποθεσία αποδείχτηκε ιδανική , αφού ήταν δυνατό να στήνεται η Ατόλλη στο νερό σε τέτοια θέση, ώστε να φαίνεται γύρω της μόνο θάλασσα. Στη συνέχεια μπορούσε να περιστρέφεται ώστε να προσφέρει διαφορετικές οπτικές γωνίες για τους εικονολήπτες. Αργότερα, ήταν δυνατό να ρυμουλκηθεί μέχρι την ανοιχτή θάλασσα. Ο Gassner λέει ότι μία από τις πρωταρχικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε δουλεύοντας στα σκηνικά του Υδάτινου Κόσμου ήταν το ίδιο το περιβάλλον. Αλλο ένα σκηνικό τους Υδάτινου Κόσμου που δημιούργησε αρκετούς πονοκεφάλους στους παραγωγούς, ήταν το εκπληκτικό ιστιοπλοϊκό σκάφος του Μάρινερ, ένα τριμαράν μήκους 60 ποδιών με ένα ιστίο 85 ποδιών με την ικανότητα να κινείται σε μία ταχύτητα μεγαλύτερη των 30 κόμβων. Η ιδέα για το σκάφος ήταν από την πρώτη στιγμή εντυπωσιακή και εξωτική - αντίβαρα θα ωθούσαν τον Μάρινερ να «πετάει» μέχρι την κορυφή του καταρτιού. Γερανοί και μηχανές τοποθετημένες σε πολλαπλούς σταθμούς ελέγχου θα έδιναν τη λύση για οτιδήποτε ανάγκη προέκυπτε. Το τριμαράν είναι με το δικό του τρόπο τόσο σημαντικός παράγοντας της ταινίας όσο και οι ηθοποιοί. Ο Gassner φρόντισε να είναι εξοπλισμένο έτσι ώστε να αντανακλά την ανωτερότητα και τον ηρωισμό του Μάρινερ ενώ παράλληλα επιβεβαίωνε την ικανότητά του για επιβίωση. Ικανό να μεταμορφωθεί από μία πρακτική ανεμότρατα σε ένα γρήγορο, υψηλής ισχύος μέσο διαφυγής , το τριμαράν είναι εξοπλισμένο με όλα τα αναγκαία, όπως ένα «διυλιστήριο ούρων», ένα καμάκι και άλλα όπλα ανάμεσα σε διάφορες μικρές εφευρέσεις όπως ένα ηλιακό κολλητήρι για τις επισκευές. Ένας ανεμόμυλος, που το σχήμα του θυμίζει μίξερ και στριφογυρίζει αργά στον αέρα, λειτουργεί ως βυθοκόρος για τον εντοπισμό πιθανών θησαυρών στο βυθό των ωκεανών. Είναι το τέλειο σκάφος επιβίωσης από κάθε άποψη. Με το πρώτο σημάδι κινδύνου ο Μάρινερ μπορεί στιγμιαία να μεταμορφώσει την πλωτή κατοικία του σε ένα χωρίς υπερβολές αγωνιστικό σκάφος. Σχεδιασμένο και κατασκευασμένο από την γαλλική εταιρεία Ζενό, το τριμαράν είναι το μέρος όπου λαμβάνει χώρα μεγάλο ποσοστό της δράσης και αυτό δημιούργησε αρκετά προβλήματα διαρρύθμισης. «Το τριμαράν ήταν εκπληκτικό αλλά και τρομακτικό - με την κινηματογραφική έννοια -λόγω του μεγέθους του» λέει ο Reynolds. «Συγκριτικά η Ατόλλη ήταν σταθερή και συμπαγής. Το τριμαράν ήταν συνεχώς εν κινήσει και έπρεπε να μεταφερθεί στο σινεμά αυτή η ταχύτητα και η ευκινησία ενώ ταυτόχρονα το πλάνο να μπορεί να εστιάζει στους ηθοποιούς». Ο διευθυντής φωτογραφίας Dean Semler, αντιμετώπισε δυσκολίες δουλεύοντας στο τριμαράν. « Το τριμαράν είχε τρεις πλωτήρες και ένα κεντρικό κατάστρωμα που δεν ξεπερνούσε τα 6 πόδια πλάτος. Έτσι δεν είχαμε το απαραίτητο δάπεδο για να δουλέψουμε και έτσι τοποθετήσαμε τραμπολίνα ανάμεσα στα σκάφη. Είχαμε και 10 με 12 πλατφόρμες τις οποίες εγκαταλείπαμε όταν κινηματογραφούσαμε το τριμαράν. Αυτές τις τοποθετούσαμε κάθε πρωί στην ακτή με σχετική ευκολία, αλλά όταν βγαίναμε στην ανοιχτή θάλασσα δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω για την αλλαγή γιατί θα μας έπαιρνε πάνω από 3 ώρες». Κατά τον Σέμλερ, οι σκηνές με το τριμαράν ήταν οι δυσκολότερες κατά τη διάρκεια του γυρίσματος. «Εκτός από το ότι δουλεύαμε πάνω σε προστατευτικά πλέγματα» τονίζει, «είμασταν αναγκασμένοι να γυρίζουμε την ταινία μόνο προς τον ορίζοντα για να μην υπάρχει στεριά μέσα στο πλάνο. Έτσι μία περιοχή περίπου 100 μοιρών ήταν το κάδρο μας καθημερινά. Το πρωί, ήταν φωτισμένη από μπροστά και ο ήλιος ήταν πίσω μας. Το απόγευμα , υπήρχε μόνο μία λάμψη ζεστού φωτισμού από το νερό. Ο φωτισμός εκεί έξω ήταν απίστευτα δύσκολος. Έπρεπε να γίνουμε πολύ πιο δημιουργικοί και καινοτόμοι από οποιαδήποτε άλλη ταινία, που είχαμε κάνει παλιότερα». Εκμεταλλευόμενος την νέα τεχνολογία ο Semler ήταν ο πρώτος εικονολήπτης ταινίας που χρησιμοποίησε ένα καινούριο φακό μεταβλητού εστιακού μήκους , της Panavision. « Ηταν μια μεγάλη ευλογία για μας, γιατί κυμαίνεται από εύρος 27mm σε 68mm. Δεν έχει σχεδόν καθόλου βάρος και μπορεί να προσαρμοστεί σε σταθερή κάμερα πολύ εύκολα», εξηγεί ο Semler. «Το καλύτερο απ’ όλα ήταν ότι δεν χρειάζονταν να αλλάζουμε φακούς συνέχεια κάτι που θέλαμε να αποφύγουμε λόγω των θαλασσινών σταγονιδίων, του αλατιού και της σκουριάς. Αυτός ο φακός παρέμενε στη θέση του και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα». Μια υπερπαραγωγή βέβαια όπως ο «Υδάτινος Κόσμος» δεν θα μπορούσε να γυριστεί μόνο με μία πλωτή πόλη και ένα εξωπραγματικό σκάφος. Άλλο ένα σκηνικό που χτίστηκε και χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στη Χαβάη, ήταν η Αποικία των Σκλάβων (Slave Colony). Ανυψωμένη περίπου 35 πόδια στον αέρα, και κατασκευασμένη κυρίως από ατσάλι, η Αποικία των Σκλάβων εμφανίζεται στο επεισόδιο που ο Ντίκον προσπαθεί να στήσει ενέδρα στον Μάρινερ, την Ελεν και την Ενόλα. Τελικά το σκηνικό αυτό αποτέλεσε δραματικό παράδειγμα του πόσο απρόβλεπτη είναι η φύση αφού δεν άντεξε την πίεση μεγάλων κυμάτων και των ισχυρών ανέμων και βούλιαξε. Συμπτωματικά αυτό συνέβη στο τέλος της παραγωγής και δεν επηρέασε την ταινία. Στις 8 Δεκεμβρίου, οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί του «Υδάτινου Κόσμου» ολοκλήρωσαν το γύρισμα στη Χαβάη που κράτησε 5 μήνες. Η πρόκληση του ωκεανού είχε αντιμετωπιστεί με σθένος, αυτό όμως είχε και τις αρνητικές του συνέπειες. Η κινηματογράφηση ξεπέρασε το χρονοδιάγραμμα της παραγωγής πολύ περισσότερο απ’ ότι αναμενόταν. «Μάθαμε πολλά στην πορεία» σχολιάζει ο Semler, « αλλά αν γυρίζαμε πίσω τώρα, θα μας έπαιρνε ακριβώς τον ίδιο χρόνο για να γυρίσουμε αυτή την ταινία. Κάναμε αυτό που έπρεπε εκεί έξω, σε καθημερινή βάση - και δεν πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να το έχουμε κάνει καλύτερα ή γρηγορότερα». «Ξέραμε ότι θα συναντήσουμε δυσκολίες στα γυρίσματα πάνω στο νερό» συμπληρώνει ο Kevin Costner « αλλά μέσα από αυτά τα προβλήματα, δημιουργήθηκαν ευκαιρίες. Ήμασταν σε θέση να κάνουμε μεγάλες εναέριες λήψεις ακόμα και από την κορυφή του καταρτιού καθώς επίσης και εντυπωσιακά υποβρύχια πλάνα». Όταν η εταιρεία παραγωγής επέστρεψε στο Λος Αντζελες για να τελειώσει την ταινία βρέθηκαν μπροστά σε ένα ακόμα εκπληκτικό σκηνογραφικό επίτευγμα - το Ντιζ (Deez). «Το Ντιζ είναι βασικά η Ατόλλη του Ντίκον» εξηγεί ο καλλιτεχνικός διευθυντής David Classen. Οι Σμόκερς έχουν καταλάβει ένα τεράστιο υπερτάνκερ, το οποίο έχουν μετατρέψει σε καταφύγιο για 5000 ανθρώπους που ζουν σε μια απελπιστική κατάσταση φτώχιας και χάους. Έχουν βρει τρόπους διύλισης του πετρελαίου και το χρησιμοποιούν για να κινούν την αρμάδα τους, που περιλαμβάνει τζετ σκι, μηχανοκίνητες σανίδες και διάφορα ταχύπλοα και πλωτά μέσα. Έχουν επίσης καταφέρει να κατασκευάζουν τις σφαίρες τους , κόβοντας τμήματα μετάλλου από το πλοίο τα οποία στη συνέχεια λιώνουν και τα διαμορφώνουν στο σχήμα που θέλουν. Όπως εξηγεί ο Gassner, είναι η ύστατη έκφραση της αδιέξοδης φιλοσοφίας των Σμόκερς που είναι η απεριόριστη κατανάλωση. «Κατακερματίζουν την ίδια τους την ύπαρξη, ζώντας κυριολεκτικά πάνω σε υγρό καύσιμο και κομματιάζοντας το ίδιο τους το «σπίτι» για να εξασφαλίσουν πυρομαχικά για τα όπλα τους». Κτισμένο σε έναν απέραντο αγρό στην πόλη Commerce κοντά στο Λος Ατζελες, το «Ντίζ» ήταν ένα εντυπωσιακό αντίγραφο του καταστρώματος και της γέφυρας ενός υπερδεξαμενοπλοιου, μήκους 600 ποδιών και πλάτους 120 ποδιών. Χρησιμοποιώντας τεχνητή άποψη , δημιουργήθηκε η εντύπωση του πραγματικού μήκους των 1000 ποδιών που έχει ένα αληθινό τάνκερ. Η γέφυρα που περιλάβανε την καμπίνα του πλοηγού, το μηχανοστάσιο, μία γαλέρα και συστήματα κομπιούτερ, αποτελείτο από 6 ορόφους. Αλλος ένας πολύ σημαντικός και πρωτοποριακός τομέας που «έκλεψε την παράσταση» στην ταινία «Υδάτινος Κόσμος» ήταν τα οπτικά εφφέ που δημιούργησαν ο Micheal McAlister και ο Κim Νelson. «Στα πλαίσια του αριθμού των λήψεων , σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα και την ακρίβεια της δουλειάς, ο «Υδάτινος Κόσμος» εύκολα κατατάσσεται στις μεγαλύτερες παραγωγές με οπτικά εφφέ από την ψηφιακή επανάσταση και μετά» λέει ο McAlister. Για την σμίλευση τετρακοσίων και πάνω οπτικών εφφέ ( οι περισσότερες μεγάλες ταινίες δράσης σήμερα περιέχουν περίπου 150-200 ) Ο «Υδάτινος Κόσμος» ωφελήθηκε από την συνεχιζόμενη εξέλιξη στα κομπιούτερ. «Μερικά χρόνια πριν θα χρειαζόμασταν απεριόριστο χρόνο για να πετύχουμε τα αποτελέσματα που είχαμε σ’ αυτή την ταινία» εξηγεί ο Νelson. «Τώρα όλα γίνονται πολύ γρήγορα». Ο McAlister τόνισε, ότι τα οπτικά εφφέ στον «Υδάτινο Κόσμο» είναι αυθεντικά , και όχι απλώς φανταχτερά όπως σε ορισμένες ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Γι’ αυτό το λόγο, το κοινό, ίσως να μην αντιληφθεί το πόσο δύσκολα έγιναν ορισμένες λήψεις όπως τα πολλαπλά πλάνα στο νερό. Για παράδειγμα οι λήψεις του «Ντιζ» γυρίστηκαν σε έναν αγρό σε κάποιο προάστιο του Λος Αντζελες όπου υπήρχαν καλώδια, κτίρια, δέντρα και φυσικά γη. Η πρόκληση για το τμήμα των οπτικών εφφέ ήταν να παρουσιάσει το «Ντιζ» περιτριγυρισμένο από θάλασσα, ένα δεξιοτέχνημα ακατόρθωτο μέχρι πρόσφατα. «Η επιτυχία για μας, λόγω της φύσεως της δουλειάς μας που είναι η ουσιαστική αντιγραφή της πραγματικότητας (όπως το τάνκερ στον ωκεανό) ήταν το κοινό να μην μπορέσει να καταλάβει ότι οι σκηνές αυτές είχαν γυριστεί εκτός νερού» εξηγεί ο Nelson. Άλλες καλοδουλεμένες λήψεις, περιλάμβαναν υποβρύχιες βουτιές, συνδυασμό ηθοποιών με μικρογραφίες, δημιουργία κινούμενων οργανικών πλασμάτων και αρκετές θεαματικές εκρήξεις. Η διαδικασία της υποβρύχιας μπλε οθόνης, σύμφωνα με τον McAlister, μεταφέρθηκε σε άλλα επίπεδα με τη δουλειά που έγινε στον «Υδάτινο Κόσμο». «Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα προσπαθούσε κάτι τέτοιο πριν από μερικά χρόνια», συμπληρώνει. «Ηταν μια τεράστια δουλειά που αντιπροσωπεύει ότι πιο επινοητικό έχει επιτευχθεί στον τομέα των οπτικών εφφέ τα τελευταία χρόνια. Δημιουργήσαμε απεικονίσεις από κομπιούτερ μέσα και έξω από το νερό, σύνθετες μπλε οθόνες, μικρογραφίες, καλωδιακές μετακινήσεις, συνδυασμούς τηλεσκοπικής άποψης και εικόνων και αρκετά οπτικά εφφέ. Οι μεγαλύτερες προκλήσεις ήταν η δημιουργία νερού μέσω κομπιούτερ και η υποβρύχια εργασία με μπλε οθόνη». Η υποβρύχια βουτιά ήταν ένα φιλόδοξο γύρισμα που απαιτούσε την εντατική και ολική συνεργασία των τμημάτων της υποβρύχιας φωτογραφίας και των οπτικών εφφέ. Μέρος του φιλμ που επέβαλε τον καταδυτικό κώδωνα αποθανατίστηκε στην Χαβάη από τον ειδικό στην υποβρύχια φωτογραφία Pete Romano, όπου μία μηχανή για ειδικά εφφέ προσαρμόστηκε στον κώδωνα, σπρώχνωντάς τον κάτω ξανά και ξανά για να μπορέσει να μιμηθεί την κίνησή του στα βάθη του ωκεανού. Πιο εκτεταμένες υποβρύχιες λήψεις του καταδυτικού κώδωνα γυρίστηκαν τον Δεκέμβριο, στις εγκαταστάσεις της εταιρείας αεροδιαστήματος Μακντόνελ-Ντάγκλας, όπου υπήρχε μία τεράστια δεξαμενή νερού, διαθέσιμη. Η δεξαμενή αυτή που χρησιμοποιείται για την εκπαίδευση των αστροναυτών στην έλλειψη βαρύτητας και έχει πλάτος 75 πόδια και βάθος 35 πόδια, παρείχε καθαρό , φιλτραρισμένο νερό σ’ενα σχολαστικά ελεγχόμενο περιβάλλον. Μετά την παραγωγή , δημιουργήθηκαν με το κομπιούτερ, φυσαλίδες αέρα, λάμψεις, σκοινί και υποβρύχια ειδικά υλικά τα οποία προστέθηκαν στη σκηνή για να την εμπλουτίσουν με μία αναμφισβήτητη αίσθηση αυθεντικότητας. « Η σκηνή της κατάδυσης ήταν η πιο απαιτητική απ’ όσες έχω δουλέψει μέχρι σήμερα» σχολιάζει ο Brad Kuen από το τμήμα οπτικών εφφέ της εταιρείας Cinesite. «Υπήρξαν στιγμές που μπορούσαμε να μεταφέρουμε το κοινό σε ένα εντελώς φανταστικό κόσμο». Σημαντικά εναλλακτικά εφφέ στο νερό, προσέφερε στο φιλμ η Cinesite. « Πραγματικά ξεπερνάμε τα όρια στην ταινία αυτή, στα πλαίσια της εναλλαγής ανάμεσα σε μικρογραφίες, πλάσματα φτιαγμένα με κομπιούτερ και νερό», τονίζει ο McAlister. «Ηταν η πρώτη φορά απ’ όσο ξέρω, που προϊόντα από κομπιούτερ χρησιμοποιήθηκαν σε τέτοιο βαθμό για να ξεπεραστεί αυτό που παραδοσιακά και ιστορικά ήταν μια τρομερή πρόκληση στα οπτικά εφφέ». Αλλά και το υποβρύχιο γύρισμα για τις «ζωντανές» σκηνές ήταν εξαντλητικά απαιτητικό. Ολες οι προστατευτικές θήκες για τις υποβρύχιες κάμερες είχαν εξοπλιστεί με ένα ειδικό βίντεο-σύνδεσμο με την επιφάνεια, ώστε ο σκηνοθέτης Κevin Reynold και ο κινηματογραφιστής Dean Semler να βλέπουν πάνω από το νερό , τι έγραφαν οι κάμερες στο βυθό. Την επικοινωνία διευκόλυνε επιπλέον ένα υποβρύχιο ακουστικό σύστημα το οποίο αποτελούνταν από ένα μικρόφωνο και ένα μετασχηματιστή. Οι κινηματογραφιστές μπορούσαν έτσι να μιλούν απευθείας με τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς που βρισκόντουσαν υποβρυχίως, οι οποίοι ήταν σε θέση να τους ακούν σε ακτίνα 50 ποδιών. Στη συνέχεια απαντούσαν κάνοντας νοήματα με τα χέρια ή χρησιμοποιώντας την «κάμερα που γνέφει». μια τεχνική του Romano που έγνεφε με την κάμερα «ναι» ή «όχι» και απαντούσε έτσι, μέσω βίντεο στον σκηνοθέτη που βρισκόταν στην επιφάνεια. Η βασική φωτογράφηση του «Υδάτινου Κόσμου» ολοκληρώθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1995. Υπήρξε για όλους ένα έντονο και συχνά εξαντλητικό ταξίδι 8 μηνών. Στην ολοκληρωμένη του μορφή , ο «Υδάτινος Κόσμος» αντιπροσωπεύει την αποκορύφωση μιας παραγωγής που, από πολλές απόψεις παραμένει ασυναγώνιστη στα πλαίσια της φιλοδοξίας και του κινηματογραφικού επιτεύγματος. Απλά και μόνο το εύρος της παραγωγής - από τα σκηνικά και τα κοστούμια μέχρι τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς - μετέτρεψε την ταινία σ’ ένα πραγματικό έπος. Όμως, παρά το τεράστιο κατόρθωμά τους , ο τελικός στόχος των παραγωγών παρέμεινε εξαιρετικά απλός: να δημιουργήσουν μια πρώτης τάξεως κινηματογραφική ταινία. «θέλαμε οι θεατές να βγουν από τις αίθουσες με την αίσθηση της ψυχαγωγίας», καταλήγει οGordon. «Θέλαμε φεύγοντας να νιώθουν ότι η ταινία άξιζε τα λεφτά της». Τελειοποιώντας λοιπόν τα υποβρύχια συστήματα κινηματογράφησης ο άνθρωπος κατάφερε να κατακτήσει σε μεγάλο βαθμό τον κόσμο του βυθού, διατρέχοντας ίσως ένα μικρο κίνδυνο οπως λέει και ο Γερμανός φιλόσοφος Νίτσε: «όταν κοιτάξεις βαθιά μέσα στην άβυσσο, τότε η άβυσσος γυρίζει και κοιτά μέσα σου»... |
|
|